στυφτικός

στυφτικός
η , ό см. στυπτικός

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "στυφτικός" в других словарях:

  • στυπτικός — ή, ό / στυπτικός, ή, όν, ΝΜΑ, και στυφτικός, ή, ό, Ν [στύφω] αυτός που επιφέρει συστολή νεοελλ. (φαρμ.) (για ουσία) αυτός που συστέλλει ισχυρά τον στοματικό βλεννογόνο, όπως είναι η στυπτηρία, τα διαλυτά άλατα τού μολύβδου, τού ψευδαργύρου, τού… …   Dictionary of Greek

  • στυπτικός — στυπτικός, ή, ό και στυφτικός, ή, ό αυτός που περιορίζει την έκκριση βλέννας ή την ευκοιλιότητα: Πήρε στυπτικά φάρμακα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»